Αρχική Ειδήσεις Εκκλησία Ανηγγέλθησαν τέσσερις Νέοι Αγιορείτες Άγιοι από τον Οικουμενικό Πατριάρχη

Ανηγγέλθησαν τέσσερις Νέοι Αγιορείτες Άγιοι από τον Οικουμενικό Πατριάρχη

11
4159

Την αναγραφή στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας  των αγιορειτών οσίων Δανιήλ Κατουνακιώτη, Ιερωνύμου Σιμωνοπετρίτη, Ιωσήφ του Ησυχαστή και Εφραίμ Κατουνακιώτη ανήγγειλε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ Βαρθολομαίος.

Οι στιγμές της αναγγελίας έκαναν τους αγιορείτες να δακρύσουν και να δεχθούν την αναγγελία αυτή ως μια μεγάλη ευλογία από τον Παναγιώτατο.

Η αναγγελία αυτή πραγματοποιήθηκε, κατά την 20η Οκτωβρίου 2019, μετά την  Επίσημη Υποδοχή του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου, κατά την τάξιν, υπό της Διπλής Συνάξεως στις Καρυές του Αγίου Όρους.

Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΓΕΛΙΑΣ ΔΙΑ ΣΤΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΥ – ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΗΧΗΤΙΚΟ:

 

 

Κατά τον ερχομό του Παναγιωτάτου, όλοι κατευθύνθηκαν εις τον πάνσεπτον ναόν του Πρωτάτου, όπου χοροστάτησε ο Πατριάρχης στην επίσημη Δοξολογία, πλαισιούμενος από τον Πρωτεπιστάτη Γερ. Συμεών Διονυσιάτη, την Ιερά Επιστασία, τους Καθηγουμένους των Ιερών αγιορείτικων Μονών, τον πολιτικό διοικητή του Αγίου Όρους, εκπροσώπους στρατιωτικών αρχών, αγιορείτες μοναχούς και προσκυνητές. 

Τον Παναγιώτατο προσφώνησε ο Καθηγούμενος της Ι.Μ. Διονυσίου Αρχιμ. Πέτρος. Ο Παναγιώτατος αντιφώνησε, τονίζοντας την υπερχιλιετή σχέση της Μητρός Εκκλησίας με την Αθωνική πολιτεία. «Η αγιότητα είναι η πεμπτουσία αυτού του τόπου και οι Άγιοι μας είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει η Εκκλησία» τόνισε, μεταξύ άλλων, ο Πατριάρχης.

 

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης

Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης

Γέρων Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης

Γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης

daniel_katoun

Ο Γέρων Δανιήλ ο Κατουνακιώτης, ο Σμυρναίος (1844-1929), ιδρυτής της ευαγούς Αδελφότητος και του Ησυχαστηρίου των Δανιηλαίων στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους Άθω, αποτελεί επιφανέστατη οσιακή μορφή του αγιορειτικού μοναχισμού του 20ου αιώνος• άλλωστε γι αὐτόν τον λόγο συμπεριελήφθη στη σειρά των πλέον σημαντικών «συγχρόνων αγιορειτικών μορφών» των εγκρίτων εκδόσεων της Ιεράς Μονής Παρακλήτου του Ωρωπού Αττικής [1].
Ο σοφός ασκητής και ησυχαστής διεκρίθη ως απλανής και διακριτικώτατος Γέρων, αλλά και ως θεολογικώτατος συγγραφεύς, το πλείστον των συγγραμμάτων του οποίου εξέδωσε η Αδελφότης των Δανιηλαίων την δεκαετία του 1980 [2]. Μέσα από τα συγγράμματά του, μελέτες και επιστολές (και επιστολιμαίες πραγματείες), αναδύεται η όλη αγιοπνευματική συγκρότηση και αρετή του Γέροντος Δανιήλ, ο οποίος ήταν ο,τι σημαντικώτερο είχε να παρουσιάσει η έρημος του Αγίου Όρους στις αρχές του 20ου αιώνος μεταξύ των θεοφόρων και θεολόγων Μοναχών.
Αυτήν ακριβώς την ιεραποστολική, θεολογική χροιά του έργου του Γέροντος Δανιήλ επισημαίνοντας ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α , του έγραψε επί τη εκδόσει τής «Κατά Χιλιαστών» μελέτης του: «Χαίρομεν δε ότι η Υμετέρα Οσιότης του αληθούς καταστοχαζομένη σκοπού, καίτοι τα όρη καταλαβούσα και μακράν του κόσμου τον της κατά Χριστόν ασκήσεως και της αρετής διανύων δόλιχον {=το στάδιον}, όμως περί πολλού ποιείται την ευσέβειαν, και του ορθού υπεραμύνεται φρονήματος της Εκκλησίας, το κατά δύναμιν τη Χριστιανική κοινωνία χρήσιμος φαινομένη» [3].
Ο Γέρων Δανιήλ, συνεδέετο πνευματικώς με τον Άγιο Νεκτάριο [4], με τον όσιο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο [5], τη Γερόντισσα Θεοδοσία, Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Κεχροβουνίου της Τήνου [6], με τον λογοτέχνη Αλέξανδρο Μωραϊτίδη (αργότερα Μοναχό Ανδρόνικο), τον οποίον ο π. Δανιήλ βοήθησε στον μοναχικό του προσανατολισμό [7] και με πολλές άλλες πνευματικές μορφές της εποχής του.
Ο Γέρων Ευλόγιος Κουρίλας ο Λαυριώτης (1880-1961), μετέπειτα Μητροπολίτης Κορυτσάς (1937-1939) και Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1942-1949), στη συλλυπητήρια επιστολή του (22 Σεπτεμβρίου 1929) προς τους Δανιηλαίους για την εκδημία του Γέροντος Δανιήλ, έγραφε μεταξύ άλλων: «Ο θάνατος αυτού αφίησιν ανεκπλήρωτον κενόν εις την σύστασιν του συγχρόνου ασκητισμού. Δεν βλέπω εκεί πέριξ άλλον Δανιήλ και τούτο με τρομάζει! Πάντες διασχίζοντες τα απρόσιτα εκείνα μέρη εύρισκον όασιν εν τοις Κατουνακίοις και ησθάνοντο ανακούφισιν των κόπων εκ της μετ’ αυτού συναναστροφής, τώρα απωλέσαμεν και την παρηγορίαν ταύτην!»[8].
Η φωνή της θεολογίας του «ποιήσαντος και διδάξαντος» Γέροντος Δανιήλ, ο οποίος αντιμετώπισε τα νέα ρεύματα σκέψεως και πνευματικότητος ήδη από την εμφάνισή τους στα τέλη του 19ου και αρχές 20ου αιώνος, έχει ιδιαίτερη απήχηση σήμερα και κατευθύνει προς την πάντοτε ασφαλή συμπόρευση «συν πάσι τοις Αγίοις».
Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση και προειδοποίηση του Γέροντος Δανιήλ, αυτονόητη για όσους Ορθοδόξους γνωρίζουν εκκλησιαστική ιστορία, αλλά πολύ χρήσιμη στον ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο: «Πρέπει ο Χριστιανός να μη δίδη την ελαχίστην ακρόασιν εις εκείνους τους λυμεώνας {=καταστροφείς}, καν Ιερείς και Αρχιερείς ώσι, καν διδάσκαλοι και πνευματικοί, οίτινες παρενείρουσι {=εισάγουν πλαγίως} και διδάσκουσι δια των φαινομένων σοφιστειών τα εναντία των Ορθοδόξων νοημάτων και ιερών παραδόσεων, αλλά να εμμένη στερρά εις όσα παρέλαβε παρά της Ορθοδόξου Εκκλησίας» [9].
Το αυθεντικό κείμενο της επιστολής έπεται της αμέσως ακολουθούσης μεταφράσεως, και προέρχεται από το βιβλίο-συλλογή του Γέροντος Δανιήλ «Πατρικαί Διδαχαί» [10]. Απευθύνεται στον ιεροσπουδαστή Γεώργιο Παπαγεωργιάδη (1881-1958), φοιτητή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αργότερα διακεκριμένο Ιεροκήρυκα και συγγραφέα και Μητροπολίτη Νευροκοπίου (1942-1945) [11]. Ο Γέρων Δανιήλ τονίζει στον νέο θεολόγο φοιτητή το ύψος του λειτουργήματος της Θεολογίας, την ανάγκη υψηλής πνευματικής βιοτής και εμμονής στις ιερές Παραδόσεις, αλλά και την δέουσα περιφρόνηση προς τις αντιδράσεις των νεωτεριστών με την βοήθεια της εις Χριστόν Πίστεως.

 

 

Πηγή: impantokratoros.gr

Όσιος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης

 

Ιερομόναχος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης

Ιερομόναχος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης

Ο Σιμωνοπετρίτης ηγούμενος Ιερώνυμος συνήθιζε να κοιμάται στο σκαμνί ή στην καρέκλα και για λίγο. «Στον μοναχό είναι αρκετό και τ’ ότι βρίσκεται κάτω από σκεπή» έλεγε. «Περισσότερο πετρέλαιο είχε κάψει στη λάμπα του για τις αναγνώσεις και μελέτες του, παρά νερό είχε πιει σε όλη του τη ζωή», έλεγαν.

Όταν αδελφοί του τον κα­τηγόρησαν για καταχραστή, ενώ γνώριζε καλά τους καταχραστές, η ανεξικακία του δεν του επέτρεψε να τους μαρτυρήσει και απλά στους ανακρίνοντες είπε: «Μήπως ο άγιος Σίμων γνωρίζει… Μήπως εκείνος χρειάσθηκε τα χρήματα και τα πήρε …». Υπέμεινε αδιαμαρτύρητα εξορία. Έκανε βουρδουνάρης στη μονή Κουτλουμουσίου. Έμεινε για λίγο σε μία καρβουναποθήκη στα Καυσοκαλύβια. Διήλθε από το μετόχι του Αγίου Χαραλάμπους στη Θεσσαλονίκη και κατέληξε στο μετόχι της Αναλήψεως των Αθηνών. Δεν έπαυσε ποτέ να προσεύχεται θερμά για τους κατηγόρους και τους συκοφάντες του.

Στο τέλος των συνεχών αγώνων του η αγάπη του στον Θεό αποδείχθηκε με ουράνια χαρίσματα: διάκριση, διόραση, προόραση. Αξιώθηκε να λειτουργεί με αγγέλους. Να μην πατά στη γη όταν λειτουργούσε. Τα πνευματικά του τέκνα μιλούν με ιερή συγκίνηση για θαύματα της πύρι­νης προσευχής του. Ο θάνατος τον βρήκε προσευχόμενο κι ευχαριστούντα τον Θεό για το μεγάλο δώρο των πυκνών ασθενειών του.

Για όσους αγαπούν τους αριθμούς, δίνουμε μερικούς: 17 ετών έρχε­ται από το Ρεΐζ-Δερέ της Μ. Ασίας στην ουρανογείτονα Σιμωνόπετρα. Μετά 47 ετών δοκιμή κείρεται μεγαλόσχημος μοναχός από τον σπουδαίο Αλατσατιανό ηγούμενο Νεόφυτο (+1907). Επί 43 έτη δεν κοιμήθηκε σε κρεβάτι. 69 έτη φορούσε το τίμιο του μοναχού ένδυμα, χρησιμοποιώντας το πάντοτε ως υπηρετική ποδιά των αδελφών του. Το μοναχικό ράσο φόρεσε σε περισσότερες από 300 αφιερωμένες ψυχές. Τα πνευματικά του τέκνα αριθμούνται σε αρκετές δεκάδες εκατοντά­δων. Οι παραμυθητικές επιστολές του υπολογίζονται σε 10.000 περί­που. Μνημόνευε καθημερινά στην προσκομιδή περί τα 2.500 ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων. Στο συρτάρι του βρήκαν μετά την οσιακή κοίμησή του 7 δραχμές, που δεν θα είχε προλάβει να προσφέρει στους φίλους του φτωχούς, στις πόρτες των οποίων τις νύχτες κρυφά άφηνε την ελεημοσύνη του. Εκοιμήθη σε ηλικία 86 ετών. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 7.1.1957. Χιλιάδες κόσμος βρέθηκε στην κηδεία του διηγούμενος μετά δακρύων πολλά θαυμαστά γεγονότα του βίου του. Ετάφη πίσω από το άγιο βήμα του ιερού ναού της Αναλήψεως, μετοχιού της αθωνικής μονής Σίμωνος Πέτρας, στον Βύρωνα Αθηνών. Υπήρξε οικονόμος του μετοχίου από το 1931. Ωφέλησε χιλιάδες ψυχές. Με αυτή την υπέροχη «αριθμητική» πως να μην ευωδιάσουν τα χρυσαφένια οστά του, στην ανακομιδή του 1965, όπου παιδί κι εμείς παρακολουθούσαμε με συγκίνηση τα γενόμενα, μη γνωρίζοντας τότε ότι μετά δύο δεκαετίες θα μονάζαμε στη μονή του και θα καθιστάμεθα βιογράφος του. Η μακα­ριστή μητέρα μου τον είχε Πνευματικό.

Ο μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικης Νικόλαος, ζώντας στο μετόχι της Αναλήψεως, έγραφε γι’ αυτόν: «Επίγειος άγγελος. Ουρά­νιος άνθρωπος. Ήταν ενάρετος και σε έκρινε. Ήσουν αμαρτωλός και σε ανέπαυε. Τον αγαπούσες και σε απεμάκρυνε. Του δημιουργούσες πειρασμούς και δεν σε απέφευγε. Τον επαινούσες και σε επιτιμούσε. Τον αδικούσες και αρνιόταν να δικαιολογηθεί. Συχνά ανέδιδε ευωδία. Ήταν τόσο ευκατάνυκτος, που σχεδόν πάντοτε κατά την ανάγνωση του Ευαγγελίου έσπαγε η φωνή του και άνοιγαν οι κρουνοί των οφθαλμών του. Χαιρόταν να συναντά τις ψυχές στη μνημόνευση. Η συμμετοχή του στη θεία λατρεία τον μετεμόρφωνε σε άγγελο …».

Πηγές – Βιβλιογραφία

Νικολάου Χατζηνικολάου ιερομ., Ιερό Μετόχι Αναλήψεως, Αθήνα 2004. Σοφοκλή Δημητρακόπουλου, Ευλαβείς κληρικοί των Αθηνών κατά τον εικοστό αιώνα, Αθήνα 2005, σσ. 11-15. Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης ο Γέρων της «Αναλήψεως», Θεσσαλονίκη 2008.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ.569-573

Ο Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης

 

Ο παπα- Εφραιμ Κατουνακιώτης γεννήθηκε το 1912 στο Αμπελοχώρι Θηβών. Ο πατέρας του ονομάζονταν Ιωάννης Παπανικήτας και η μητέρα του Βικτορία. Ο Γέροντας είχε σαν κοσμικός το όνομα Ευάγγελος. Τελείωσε το Γυμνάσιο αλλά η Χάρις του Θεού έκλεινε στον Ευάγγελο τις κοσμικές θύρες της αποκατάστασης.

Στην Θήβα, όπου είχε μετακομίσει η οικογένεια του, ο Ευάγγελος γνώρισε τους γεροντάδες του τον Εφραίμ και τον Νικηφόρο.

Η ζωή του Ευάγγελου ήταν καλογερική. Αγωνίζονταν πνευματικά με την ευχή του Ιησού, τις μετάνοιες, την νηστεία και κυρίως με την υπακοή.

Η μητέρα του αξιώθηκε να λάβει πληροφορία από τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο ότι το θέλημα του υιού της να γίνει μοναχός ήταν και θέλημα Θεού και πώς ο Ευάγγελος θα τιμήσει την μοναχική ζωή.

Την 14η Σεπτεμβρίου 1933 ο Ευάγγελος άφησε τον κόσμο ήλθε στην έρημο του Αγίου Όρους στα Κατουνάκια, στο ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου και έβαλε μετάνοια στην συνοδεία των Γεροντάδων Εφραίμ και Νικηφόρου. Μετά την δοκιμασία του εκάρη μικρόσχημος μοναχός με το όνομα Λογγίνος. Το 1935 έγινε μεγαλόσχημος μοναχός από τον Γέροντα του Νικηφόρο και έλαβε το όνομα Εφραίμ. Τον επόμενο χρόνο χειροτονήθηκε Ιερέας.

Ο παπα-Εφραίμ αξιώθηκε και γνώρισε τον πρύτανη της ησυχαστικής ζωής τον διορατικό, προορατικό και άγιο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή (1898 -1959) και συνδέθηκε πνευματικά μαζί του με την ευλογία του Γέροντα του Νικηφόρου. Ο Γέροντας Ιωσήφ με την σειρά του είχε διδαχθεί την απλανή πνευματική ζωή από τους περίφημους ησυχαστές μοναχό Καλλίνικο και Ιερομόναχο Δανιήλ. Επομένως ο παπα-Εφραίμ μας διδάσκει την επίμονη αναζήτηση για την πνευματική ζωή και την ανεύρεση απλανούς πνευματικού οδηγού, πού θα είναι «Εκδόσεις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως». Ο απλανής πνευματικός βλέπει τις δαιμονικές πλάτες και με τα κατάλληλα πνευματικά φάρμακα οδηγεί τα πνευματικά παιδιά του στον Παράδεισο.

Ο μακαριστός παπα-Εφραίμ διαχώρισε την γνήσια υπακοή από την αρρωστημένη όταν συμβούλευσε κοινοβιάτη μοναχό να κάνει υπακοή στον Γέροντα του όχι σαν ζώο αλλά από αγάπη και ζήλο Θεού.

Ο άγιος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έδωσε ένα πρόγραμμα ησυχαστικής ζωής στον παπα-Εφραίμ, για να καλλιεργεί την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ του Θεού, ελέησον με», να έχει φυλακή των αισθήσεων και τον οδήγησε στην κάθαρση της καρδίας και τον θείο φωτισμό.

Ο παπα-Εφραίμ με την ευλογία του Γέροντος Ιωσήφ εντρύφησε στην «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών» και ελάμβανε τις συμβουλές των Νηπτικών Πατέρων για τον αγώνα του. Δεν διάβαζε ούτε βιβλία ψυχιατρικής, ούτε «κουλτουριάρικα» αναγνώσματα δια πνευματικές επιδείξεις στα σαλόνια, ούτε είχε τον φόβο μήπως τον αποκαλέσουν οι κοσμικοί κύκλοι «φονταμενταλιστή».

Το 1973 εκοιμήθη ο Ιερομόναχος Νικηφόρος ο Γέροντας του παπα-Εφραίμ.

Ο Γέροντας μετά το 1980 είχε συγκροτήσει συνοδεία και τήρησε την εντολή του Γέροντος Ιωσήφ να αποκτήσει συνοδεία μετά τον θάνατο του παπα-Νικηφόρου. Επομένως ο παπα-Εφραίμ πρώτα έφθασε στην κάθαρση και κατόπιν έγινε ο ίδιος Γέροντας. Ο παπα-Εφραίμ πολέμησε τον μεγάλο εχθρό της πνευματικής ζωής την κενοδοξία. Οι θυσίες του γίνονταν για τον Χριστό και όχι για προσδοκώμενο έπαινο από τους ανθρώπους.

Η θ. Λειτουργία για τον παπα-Εφραίμ ήταν συγκλονιστικό και βιωματικό γεγονός. Είχε εκμυστιρευθεί σε Ιερομόναχο πνευματικό φίλο του ότι από την πρώτη θεία Λειτουργία πού τέλεσε, έβλεπε αισθητά την Χάρη του Θεού να μεταβάλλει τα θεία δώρα. Μάλιστα, μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων, έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό μέσα στο δισκάριο και ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα δάκρυα του, όταν έφθανε στο τεμαχισμό του Σώματος του Χριστού. Έβρεχε με τα δάκρυα του το αντιμήνσιο κατά την θεία Λειτουργία και έβλεπε δεξιά και αριστερά τους αγγέλους να συλλειτουργούν.

Όμως ο παπα-Εφραίμ δεν αναφέρθηκε ποτέ σε «λειτουργική αναγέννηση» και μάλιστα ζητούσε σε κοινοβιάτες, πού βρίσκονταν στα εξωτερικά διακονήματα να μη παραλείπουν το ψαλτήρι.

Ο παπα- Εφραίμ ήταν κοσμημένος με το διορατικό χάρισμα και έβλεπε την πνευματική κατάσταση κάθε κληρικού ή μοναχού και έδιδε τα κατάλληλα πνευματικά φάρμακα για την πρόοδο στην πνευματική ζωή.

Η Χάρις του Θεού είχε κοσμήσει τον παπα- Εφραίμ και με το προορατικό χάρισμα, γι ‘αυτό και έβλεπε καταστάσεις πού έρχονταν (όπως ο σεισμός του 1977 στην Θεσσαλονίκη), αλλά και πολλές φορές είχε προσφωνήσει λαϊκούς ακόμα και μικρά παιδιά με τα ονόματα πού έλαβαν μετά από χρόνια στην μοναχική τους κούρα. Μάλιστα, κάποιος φοιτητής έστειλε μία περιληπτική και χωρίς λεπτομέρειες επιστολή στον μακαριστό Γέροντα και έλαβε απάντηση από τον παπα-Εφραίμ, πού του περιέγραφε με λεπτομέρειες την πνευματική του κατάσταση ακόμα και κατασταθείς στον χώρο πού διέμενε ο φοιτητής χωρίς αυτός να τις έχει προαναφέρει.

Κάποτε άγνωστοι μεταξύ τους κληρικοί συναντήθηκαν στον δρόμο για τα Κατουνάκια και όταν έφτασαν στον παπα-Εφραίμ, ο μακαριστός άγιος Γέροντας άρχισε να επιπλήττει έναν από τους κληρικούς, πώς δεν είναι παπάς αλλά μασόνος, πού έβαλε ράσο, για να κατασκοπεύει το Άγιον Όρος. Ο μασόνος παραδέχτηκε την ραδιουργία του.

Ο παπα-Εφραίμ έζησε εμπειρίες, πού μόνο οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί μπορούν να ζήσουν, μακριά από παπικές η προτεσταντικές πλάνες.

Κάποτε ένας ηγούμενος, δύο θεολόγοι και ένας φοιτητής ζήτησαν από τον παπα-Εφραίμ να τους εξηγήσει την ευωδιά των αγίων λειψάνων.

Ο Γέροντας έσκυψε το κεφάλι του στο μέρος της καρδιάς και προσεύχονταν. Ο τόπος γέμισε ευωδιά και ο παπα-Εφραίμ τους είπε πώς επειδή δεν μπορούσε ο ίδιος να το εξηγήσει παρακάλεσε τον Θεό να απαντήσει στους συνομιλητές.

Ο παπα-Εφραίμ αισθάνονταν τις αμαρτίες σαν δυσοσμία. Κάποιος επίσκοπος μέσω τρίτου ρώτησε τον μακαριστό άγιο Γέροντα για τον οικουμενισμό. Ο Γέροντας έκανε προσευχή, για να τον πληροφορήσει ο Θεός και τότε ξεχύθηκε μία δυσωδία με γεύση ξινή, αλμυρή και πικρή, πού τον γέμισε με αποτροπιασμό.

Η παρακαταθήκη του μακαριστού παπα-Εφραίμ για την ενότητα των Ορθοδόξων ήταν σαφής «Το σχίσμα εύκολα γίνεται, η ένωση είναι δύσκολος».

Άραγε, πόσο απήχηση έχουν σήμερα τα λόγια ενός θεοφόρου σύγχρονου Πατρός;

Ο παπα-Εφραίμ αναδείχθηκες με την Χάρη του Θεού και πρακτικός οδηγός στην ποιμαντική του γάμου και της οικογενείας, γιατί βοήθησε πολλούς νέους να καταλήξουν στον γάμο χωρίς να τους πιέσει γι’ αυτό αλλά και οι επιστολές του, πού σώζονται, αποτελούν πνευματική παρακαταθήκη και «σχολή γονέων» χωρίς ψυχολογικές και φιλοσοφικές θεωρίες για τις αγωνιζόμενες πνευματικά οικογένειες.

Το 1996 ο παπα-Εφραίμ έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο και έπεσε σε ακινησία. Δεν γόγγυσε καθόλου αλλά δοξολογούσε τον Θεό.

Μας αφήνει το άγιο παράδειγμα του για την αντιμετώπιση των ασθενειών.

Στις 14/27 Φεβρουαρίου 1998 ο παπα- Εφραίμ Κατουνακιώτης του Αγίου Όρους παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του, πού υπηρέτησε από την νεότητα του.

Λέγουν πώς κάποτε ρωτήσανε έναν υπερήλικα, πού ζούσε τον 19ο αιώνα, να πει το συγκλονιστικότερο γεγονός στην ζωή του.

Ο υπερήλικας απάντησε ότι όταν ήταν μικρός είδε και άκουσε τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό.

Και η δική μας γενιά αξιώθηκε να γνωρίσει τα εύοσμα άνθη του Αθωνικού Μοναχισμού, τον Γέροντα Παίσιο και τον παπα-Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, πού μας καλούν να ακολουθήσουμε την ζωή τους.

Τα τέλη του Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη

(14/27 Φεβρουαρίου 1998).

Το Νοέμβριο του ’96 ένα ισχυρό επεισόδιο τον έριξε μόνιμα στο κρεβάτι με σχεδόν τέλεια ακινησία, αφωνία, αδυναμία καταπόσεως. Φαινόταν να μην έχει καμιά επαφή με το περιβάλλον. Δεν προσπαθούσε να πει τίποτε, έστω και με χειρονομίες. Ούτε φαινόταν να ακούει ό,τι τον ρωτούσαν. Ήταν ένα μυστήριο. Μόνο όταν πονούσε πολύ, βογκούσε.

Οι αδελφοί που τον αγαπούσαν, του έγραφαν: «Και όταν η καθημερινότης με παρασύρει πολλές φορές, βλέπω νοερώς εντός μου το δικό σας βλέμμα και ιλιγγιώ ο άθλιος μπροστά στη δική σας υπομονή και στις δικές σας δοκιμασίες»…

Παρ’ όλες τις δοκιμασίες όμως έβλεπε, έστω λίγο, και άκουγε μια χαρά. Και η απόδειξη ήταν ότι ανταποκρινόταν με χαμόγελα ή και γέλια ακόμη, όταν του διηγούνταν τις αγαπημένες του χαριτωμένες ιστοριούλες που συνήθιζε και ο ίδιος να χρησιμοποιεί παλαιότερα. Ήταν ο μόνος τρόπος επικοινωνίας μαζί του στην κατάσταση τετραπληγίας που βρισκόταν. Πάντοτε ευχαριστιόταν να χαριτολογεί λέγοντας διδακτικές ιστορίες από την ελληνική μυθολογία ή την λαϊκή παράδοση, άλλοτε να αυτοσαρκάζεται ή να πειράζει τους άλλους με ευφυΐα και αγαθότητα.

Όταν κάποιος δεν έτρωγε το φαγητό του από θεληματάρικη άσκηση, διηγείτο για το γαϊδουράκι του Χότζα που δεν το τάισε μια, δεν το τάισε δύο, και χαιρόταν που δούλευε χωρίς έξοδα. Κάποια στιγμή όμως η πόρτα του στάβλου δεν άνοιγε, γιατί το γαϊδουράκι ψόφησε και έπεσε κάτω φαρδύ-πλατύ.

Άλλοτε σχηματίζοντας σαν παιδική τη φωνή του προσποιούταν τη συνομιλία δύο μικρών παιδιών:- Που είναι τα σταφύλια; -Τί τα θέλεις; – Να τα δω!» για να στηλιτεύσει την παιδική πονηριά κάποιου.

Για άλλον που δεν έλεγε να μάθει στοιχειώδη τυπικά, θυμόταν τη φλάσκα του παπά. Ήταν αγράμματος και μέτρησε κουκιά μέσα σε ένα σακούλι. Τρώγοντας ένα κάθε μέρα θα ήξερε πότε να κάνει Πάσχα. Η παπαδιά το αντιλήφθηκε και πρόσθετε κουκιά, για να τον ευχαριστήσει. Και ο παπάς απαντούσε στους παραπονούμενους χωρικούς: «Όπως πάνε τα κουκιά και όπως δείχνει η φλάσκα, ούτε φέτος έχει Λαμπρή ούτε του χρόνου Πάσχα».

Αν κάποιος έκανε υπακοή για τα μάτια, κουνούσε χαμογελώντας το κεφάλι, και με βαριά προσποιητή φωνή έλεγε: «Αντώνη, Αντώνη.,.», θυμίζοντας την αποδοκιμαστική φράση και έκφραση ενός άγιου γέροντος που ο υποτακτικός του έκανε υπακοή, μόνο όταν ήταν παρόντες άλλοι.

Αυτά και άλλα παρόμοια, μικρότερα ή εκτενέστερα, ήταν που του κρατούσαν εύθυμη συντροφιά τους δεκατρείς μήνες της συνεχούς κατακλίσεώς του στο κρεβάτι του πόνου. Όταν ο πυρετός και η ασθένεια δυνάμωναν, το χαμόγελο μαραινόταν στα γεροντικά χείλη του.

Δεν αναπαυόταν στην κατάκλιση. Προτιμούσε να κάθεται στο κρεβάτι με τα πόδια χαμηλά στο πάτωμα και την πλάτη στηριγμένη σε μαξιλάρια. Όπως πάντοτε πολύ σκυφτός. Η αγαπημένη του στάση προσευχής. Σ’ αυτήν τη στάση τον πήρε ήσυχα ο Θεός στις 14/27 Φεβρουαρίου 1998.

Επανειλημμένα είχε δώσει εντολές να γίνει η κηδεία του στον στενό κύκλο της γειτονιάς. Αλλά το μυστικό διέρρευσε και αρκετοί πατέρες πρόλαβαν τον τελευταίο ασπασμό του. Ένας απ’ αυτούς γράφει:

«Ο Γέροντας, άνθρωπος Όσιος, με αγία ζωή, έμπλεως της χάριτος του Θεού με πληροφορίας δι όσα ο ιδικός του κόσμος χωρούσε, και όμως ζούσε με την αίσθηση του αμαρτωλού και παρακαλούσε να ευχώμεθα δι΄ αυτόν.

“Παιδί μου, σε παρακαλώ, όταν φύγω, να μου κάνεις ένα σαρανταλείτουργο και πάντοτε να με μνημονεύεις”. Είχε δώσει εντολή στη θανή του να παρευρεθούν οι γείτονες, με τους οποίους πέρασε την παρούσα ζωή. Δι’ εμέ είχε δώσει ευλογία να με καλέσουν. Τον ευχαριστώ. Τη νύκτα της θανής του τον βλέπω στον ύπνο μου ντυμένο λευκή ιερατική στολή, αστράπτοντα, χαριέστατον και λέγοντα: “Παπαδάκο μου, υπάγω να λειτουργήσω”

Παρευρέθην εις την κηδεία του. Έβλεπα κοιμώμενον έναν όσιον ανήκοντα πλέον εις την χορείαν των Αγιορειτών Πατέρων και ηυχαρίστησα τον Θεόν και τον Γέροντα που με αγάπησε και χαρακτήρισε την ζωήν μου με την ιδικήν του. Τέλος, το σώμα του εδέχθη η μητέρα γη, αγιαζομένη υπ’ αυτού, την δε αγίαν του ψυχήν υπεδέχθη χαίρουσα η χορεία πάντων των Οσίων των εν ασκήσει διαλαμψάντων, των οποίων η μνήμη την ήμερα εκείνη ήρχιζε με τον Εσπερινό, δια να εορτά­σει ούτω ο Όσιος μετά των Οσίων.

»Εις ημάς άφησε μνήμην και υπόδειγμα ενάρετου ησυχαστικής ζωής, ζωής Αγιορείτου μονάχου και νοσταλγικήν ανάμνησιν του σεπτού του προσώπου.

»Εις τα τεσσαρακονθήμερα μνημόσυνα δεν ηδυνήθην να παρευρεθώ, διότι είχομεν εις το κελλίον μας κουράν, και εστενοχωρούμην που δεν ήμουν και εγώ εκεί. Εις την Λειτουργίαν μετά τον καθαγιασμόν, εις τήν μνημόνευσιν των κεκοιμημένων, λέγων “Μνήσθητι, Κύριε, του πατρός ημών Εφραίμ…” αισθάνομαι δύο χέρια να με αγκαλιάζουν στοργικά στους ώμους. Με έπιασε ρίγος. Σταμάτησα. Γύρισα πίσω. Δεν βλέπω τίποτε. Τον ηυχαρίστησα και συνέχισα την Λειτουργίαν. Η αγαπώσα καρδία του πιστεύω ότι μας παρακολουθεί. Εύχεται και το αισθανόμεθα».

(Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, Έκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «Άγιος Εφραίμ» Κατουνάκια Αγίου Όρους).

 
 

Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής

20 Οκτωβρίου 2019

Σε κάθε εποχή της ανθρωπότητας, ιδιαίτερα στις περιόδους της κρίσης, το Άγιο Πνεύμα, ο Παράκλητος που κυβερνά την Εκκλησία και την οδηγεί στα έσχατα, αναδεικνύει πρόσωπα οδοδείκτες. Σε μια εποχή η οποία γνώρισε δύο παγκοσμίους πολέμους, μία εθνική καταστροφή και έναν εμφύλιο σπαραγμό και η οποία έγινε μάρτυρας μιας πρωτοφανούς αστυφυλίας και εκκοσμικεύσεως, εν ταις οπαίς της γης του Αγιωνύμου Άθωνος εφάνη άνθρωπος με το όνομα Ιωσήφ: ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής ή Σπηλαιώτης, όπως συνηθίσαμε να τον ακούμε όσοι από μικρή ηλικία επισκεπτόμασταν το Άθω.

Όποιος διαβάσει τον βίο του και την επιστολογραφία του αποκομίζει μία σπάνια για την εποχή μας αίσθηση: της αυθεντικότητας. Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής ήταν από εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι έγιναν οι ίδιοι θεμέλιο και ρίζα. Δημιούργησαν μία πνευματική βάση, χωρίς να έχουν παραλάβει οι ίδιοι από πριν κάτι. Αυτοί οι άνθρωποι κινούνται στον ρου της ορθόδοξης μοναστικής και ησυχαστικής παραδόσεως, ωστόσο οι ίδιοι δεν ευτύχησαν να έχουν κάποιον έμπειρο πνευματικό καθοδηγητή, έναν Γέροντα με την πλήρη έννοια του όρου και του περιεχομένου της πνευματικής πατρότητας που αυτός περικλείει. Έτσι έδωσαν στ’ αλήθεια αίμα για να λάβουν Πνεύμα. Κατέβαλαν ανυπέρβλητους κόπους, πόνους και δάκρυα προκειμένου να κενώσουν εαυτούς ώστε να καταστούν δοχεία της Χάριτος. Και ακόμη περισσότερο την Χάρη να την μεταδώσουν στα πνευματικά τους τέκνα και εξ αυτών σε όλα τα πνευματικά τους έκγονα.

Ακούσαμε οι ίδιοι τον μακαριστό παπα-Εφραίμ τον Κατουνακιώτη να λέει: «Πιστεύσατέ με Πατέρες! Εμείς τίποτε δεν κάναμε! Εμείς τα παρελάβαμε έτοιμα όλα από τον Γέροντά μας τον Ιωσήφ!» Ήταν η αναγνώριση της θυσίας που κάνει ο Πνευματικός Πατέρας για να αφήσει ιερά παρακαταθήκη ζωής στα πνευματικά του τέκνα τον ζωντανό και βιωμένο λόγο του Ευαγγελίου. Και η αναγνώριση ερχόταν από έναν πνευματικό πατέρα που κι εκείνος κατέβαλε μεγίστους πόνους και έδωσε αγαθούς πνευματικούς καρπούς.

Εμείς στην Πεμπτουσία έχουμε το προνόμιο να θεωρούμε ως πνευματική μας ρίζα τον Γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό, τον γέροντα που γέννησε πνευματικά την συνοδεία της Ιεράς και Μεγίστης Μονής του Βατοπαιδίου, αυτής που δημιούργησε και συντηρεί την ιστοσελίδα μας. Η διδασκαλία του Γέροντος Ιωσήφ είναι η διηνεκής πνευματική μας τροφή και καλύπτει ένα κεντρικό και εκτεταμένο μέρος του περιεχομένου μας. Μέσα στην διδασκαλία αυτή όμως αναγνωρίζουμε την βαθύτερη πνευματική ρίζα του Γέροντός του ο οποίος εκτός από την πνευματική γέννηση του κληροδότησε και το όνομά του: του Οσίου πλέον Ιωσήφ του Ησυχαστή. Έτσι θεωρούμε και την δική μας ύπαρξη ως συνέχεια εκείνης της βαθειάς πρώτης ρίζας. Για τον λόγο αυτό μέσα στις αναρτήσεις μας επανειλημμένα περιλαμβάνονται κείμενα και διηγήσεις για τον Γέροντα εκείνον που από την πρώτη συνοδεία του επανδρώθηκαν έξι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και πολλά άλλα μοναστικά και ησυχαστικά καθιδρύματα. Η μορφή του ενέπνευσε την διοργάνωση διορθόδοξου συνεδρίου το 2004 στην Αθήνα  και το 2005 στην Λεμεσό με θέμα: «Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής: Άγιον Όρος – Φιλοκαλική Εμπειρία». Εμπνεόμενη ξανά από το Πρόσωπο και την Διδασκαλία του η Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου προέβη στην έκδοση εγκόλπιου ημερολογίου του 2018 με αφορμή την συμπλήρωση εφέτος των 120 ετών από την γέννησή του.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος σήμερα, Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019, κατά την επίσημη υποδοχή του στην Ιερά Επιστασία του Αγίου Όρους, ανήγγειλε την αγιοκατάταξη του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή, μαζί με τρεις ακόμη οσίους άνδρες: τον Δανιήλ Κατουνακιώτη, τον Ιερώνυμο Σιμωνοπετρίτη και τον Εφραίμ Κατουνακιώτη, έγραψε σε εκείνη την έκδοση:

«Οσιώτατοι, ο τε Καθηγούμενος Αρχιμανδρίτης κύριος Εφραίμ και οι λοιποί πατέρες της εν Αγίω Όρει καθ  ημάς Ιεράς Βασιλικής, Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής του Βατοπαιδίου, τέκνα εν Κυρίω πολυφίλητα της ημών Μετριότητος, χάρις είη τη υμών Οσιότητι και ειρήνη παρά του πλουσιοδώρου Θεού ημών.

Ασμένως επληροφορήθημεν δια του υπ  ἀριθμ. Πρωτ. 1143/20.1.1 και από ιζ´ Οκτωβρίου ε.ε. γράμματος της αγαπητής Οσιότητος υμών, την πρόθεσιν της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, όπως προβή εις την έκδοσιν εγκολπίου Ημερολογίου, αφιερωμένου εις τον Οσιώτατον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστήν, επί τη συμπληρώσει εκατόν είκοσιν ετών από της γεννήσεως αυτού.

Η γέννησις του ανδρός τούτου υπήρξε προάγγελος, κατά τινα τρόπον, και της κατά την εποχήν μας λαμπράς επανδρώσεως του Αγίου Όρους, καθ᾽ όσον πλειάς μοναζόντων εντός του Αγιωνύμου Όρους ανάγουν την πνευματικήν αυτών πατρότητα εις αυτόν. Αλλά και η αναζωπύρωσις του ησυχαστικού πνεύματος, η αναβίωσις του μοναστικού ιδεώδους και τυπικού εις το περιβόλιον της Παναγίας και εκτός αυτού συνδέεται αρρήκτως μετά της μακαρίας και ευλογημένης προσωπικότητος εκείνου.

Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, «δους αίμα και λαβών πνεύμα», εβίωσε το εθελούσιον και αναίμακτον μαρτύριον της μοναχικής πολιτείας, το οποίον και μετέδωκεν εις τα πνευματικά αυτού τέκνα δια του ενθέου παραδείγματος αυτού. Μακράν της τύρβης του κόσμου, εκαλλιέργησε προσευχητικώς την άμεσον και προσωπικήν κοινωνίαν μετά του Θεού και της Κυρίας Θεοτόκου, την οποίαν όλως εξαιρέτως ηγάπα, αξιωθείς, ούτω, να παραδώση το πνεύμα αυτού κατά τον εορτασμόν της προς ουρανούς μεταστάσεως αυτής και γενόμενος δια τον τεταραγμένον κόσμον της σήμερον υπόδειγμα αφιερώσεως εις τον Θεόν και εις την Εκκλησίαν του, σύμβολον ειρήνης και ενότητος. Και όντως, ο μακάριος ούτος ανήρ υπήρξε διάκονος της καταλλαγής, διότι εις περίοδον ερίδων και αποσχιστικών κινήσεων μεταξύ των μοναχών του Αγίου Όρους εξ αιτίας του ημερολογιακού ζητήματος, υπερημύνθη σθεναρώς της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έχων δε την πληροφορίαν ότι «η Εκκλησία ευρίσκεται εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον της Κωνσταντινουπόλεως», απέκοψε πάσαν κοινωνίαν μετά των ζηλωτών, διδάσκων την υπακοήν εις τον εκάστοτε Πρώτον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήτοι τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, τον και Επίσκοπον της Αγιωνύμου Πολιτείας.

Επευλογούντες, όθεν, την νέαν ταύτην πρωτοβουλίαν του πολυσχιδούς πνευματικού, εκδοτικού και πολιτισμικού έργου της Ιεράς υμών Μονής, συγχαίρομεν πατρικώς, επικαλούμεθα δε πλουσίαν την Χάριν και το Έλεος του καιρών και χρόνων κυριεύοντος Θεού Λόγου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εφ  ὑμᾶς και επί τους εντευξομένους εις το παρόν Ημερολόγιον.

͵βιζ  Νοεμβρίου ι»

 

 

Σύντομος βίος του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή (1897-1959)

Tο έτος 1897 γεννήθηκε στις Λεύκες του μικρού Κυκλαδίτικου νησιού της Πάρου από φτωχούς, απλοϊκούς και ευσεβείς γονείς, τον Γεώργιο και την Μαρία. Ο πατέρας του δεν έζησε αρκετά και η μητέρα ανέλαβε την προστασία της οικογένειας. Η μητέρα του ήταν πραγματικά άνθρωπος του Θεού, ευλογημένη ψυχή με απλότητα που συχνά έβλεπε υπερφυσικά φαινόμενα στη ζωή της.

Όταν ο Γέροντας έφυγε για μοναχός η μητέρα του είπε στους δικούς της ότι το γνώριζε από τη γέννησή του. Διηγήθηκε το εξής: «Όταν γέννησα τον Φραγκίσκο μου (αυτό ήταν το κοσμικό όνομά του) και ήμου­να ακόμη στο κρεββάτι με το μωρό δίπλα μου άνοιξε η στέγη και ένας φτερωτός νέος που έλαμπε άρχισε να ξεσκεπάζει το μωρό με πρόθεση να το πάρει. Όταν διαμαρτυρήθηκα μου είπε ότι γι’ αυτό ήρθε και αυτή είναι η “απόφαση”. Μου έδειξε σε ένα σημειωματάριο γραμμένη μια εντολή, ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάρει το μικρό. Όταν αντιστάθηκα, ο Αγ­γε­λος μου έδωσε ένα πολύτιμο κόσμημα σε σχήμα σταυρού και μου πήρε το μωρό». Από τότε πίστευε ότι κάποτε ο Φραγκίσκος θα ακολουθούσε τον Χριστό.

Ο Γέροντας ως την εφηβική του ηλικία παρέμεινε στο χωριό του και βοηθούσε την μητέρα του στις διάφορες εργασίες του σπιτιού. Μετά έφυγε στον Πειραιά, εργαζόταν στο Λαύριο ως μικροέμπορος, ώσπου πήγε να υπηρετήσει στο ναυτικό. Στην ηλικία των εικοσιτριών ετών είχε κέντρο των κινήσεών του την Αθήνα. Άρχισε να μελετά πατερικά βιβλία και τον εντυπωσίαζε η ζωή των αυστηρών ασκητών. Μεγάλη ώθηση προς τον μοναχισμό του έδωσε το εξής όνειρο: «Ένα βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι περνούσα έξω από τα ανάκτορα και αμέσως με πήραν δυο αξιωματικοί της ανακτορικής φρουράς και με ανέβασαν στο παλάτι. Δεν κατάλαβα τον λόγο και διαμαρτυρήθηκα. Τότε μου αποκρίθηκαν με καλοσύνη να μη φοβούμαι, αλλά να ανέβω, γιατί είναι θέλημα του Βασιλέως. Ανεβήκαμε σε ένα πολύ υπέροχο ανάκτορο, ανώτερο από κάθε επίγειο, μου φόρεσαν μια ολόλευκη και πολύτιμη στολή και μου είπαν· απὸ εδώ και εμπρός θα υπηρετείς εδώ᾽, και με πήραν να προσκυνήσω τον Βασιλέα.

Ξύπνησα αμέσως και αυτά που είδα και άκουσα χαράχθηκαν τόσο πολύ μέσα μου, ώστε δεν μπορούσα να κάνω η να σκεφτώ τίποτε άλλο. Σταμάτησα τις εργασίες μου και έμεινα σκεφτικός. Άκουγα ζωντανά μέσα μου να επαναλαμβάνεται διαρκώς εκείνη η εντολή “από τώρα και μπρος θα υπηρετείς εδώ”. Όλη μου η κατάσταση εσωτερικά και εξωτερικά άλλαξε».

Έφευγε από τον θόρυβο της πόλεως και πήγαινε περισσότερο στην Πεντέλη όπου περνούσε ως ασκητής με πολλή νηστεία και αγρυπνία. Κάποτε συνάντησε κάποιον Γέροντα Αγιορείτη μοναχό και αποφάσισε να μεταβεί στον Άθωνα, όπου πίστευε πως θα έβρισκε Πατέρες στα μέτρα εκείνα που διάβαζε στους βίους τους.

Ο πρώτος σταθμός ήταν τα Κατουνάκια. Εκεί ζούσε τότε ο αείμνηστος Γέροντας Δανιήλ, ο ιδρυτής της αδελφότητος των Δανιηλαίων. Ο Γέροντας Δανιήλ ήταν ευλαβής, συνετός, με μεγάλη πείρα της ασκητικής ζωής. Σ’ όλη τη ζωή του έμεναν ζωντανές οι αγαθές εντυπώσεις από την αδελφότητα και τον οσιότατο Γέροντα. Δεν έμεινε όμως μαζί του, αναχώρησε για την Βίγλα, πλησιέστερα προς την Μονή της Μεγίστης Λαύρας, γιατί αγαπούσε την ησυχαστική ζωή.

Φιλοξενήθηκε από έναν Γέροντα αλλά δεν αναπαύθηκε, γιατί δεν βρήκε αυτό που ζητούσε. Αποσυρόταν σε ένα απόμερο τόπο και προσευχόταν παρακαλώντας με δάκρυα τον Θεό να τον βοηθήσει.

«Ζητούσα και έλεγα πως δεν θα φύγω από εκεί, αν δεν μου δείξει το έλεός Του και αν δεν μου δώσει θάρρος. Απευθυνόμουνα στην Δέσποινά μας και την ικέτευα. Όπως ήμουν εκεί και κοίταζα προς τον Άθωνα, όπου φαινόταν καλά και το μέρος με το εκκλησάκι της Παναγίας μας, σαν να αισθάνθηκα μέσα μου ένα σκίρτημα χαράς. Αμέσως βλέπω μία φωτεινή ακτίνα να βγαίνει από την εκκλησία της Παναγίας και σαν ουράνιο τόξο ήρθε και ακούμπησε επάνω μου. Αμέσως αλλοιώθηκα όλος και ξέχασα τον εαυτό μου. Γέμισα φως μέσα στην καρδία μου, έξω και παντού και δεν αισθανόμουνα αν έχω σώμα. Τότε άρχισε να λέγεται η ευχή μέσα μου τόσο ρυθμικά, που απορούσα, γιατί εγώ δεν προσπαθούσα – μόνο έβλεπα και άκουγα ταυτοχρόνως, και θαύμαζα. Μου φαινόταν ότι είχα δύο εαυτούς, γιατί έβλεπα την εσωτερική μου κατάσταση όλη φως, πνευματική ευωδία και χαρά με αδιάλειπτη την ευχή, αλλά και ολόκληρος ήμουν καλυμμένος από το φως και θαύμαζα το μεγαλείο του θείου ελέους. Αμυδρά, όσο είναι δυνατόν αυτή την ώρα να ελέγξει κάποιος τους λογισμούς του, σκεφτόμουνα ότι αυτή είναι η Χάρις, που παρηγορεί όσους θέλει κατά την Πατερική παράδοση. Δεν γνωρίζω πόσο κράτησε η κατάσταση αυτή, ώσπου το κατάλευκο εκείνο φως αποσύρθηκε πάλι εκεί από όπου προερχόταν. Τότε συνήλθα και είδα ότι ήμουν στον τόπο όπου είχα αρχίσει να προσεύχομαι. Συμπέρανα όμως ότι πέρασε αρκετή ώρα, γιατί πλησίαζε το ηλιοβασίλεμα. Από τότε δεν έφυγε από μέσα μου η κατάσταση αυτή της ευχής. Λεγόταν στην καρδία μου χωρίς κόπο, αλλά δεν είχε την υπερβολική εκείνη ενέργεια που είχε όταν ήρθε την πρώτη φορά».

Από τότε και εξής προσπαθούσε να βρίσκεται διαρκώς σε μέρη ήσυχα, απόκεντρα και κατάλληλα για ησυχία και προσευχή. Έφυγε πια από την Βίγλα και πήγαινε σε διάφορα σπήλαια και μέρη, αγωνιζόμενος να κρατήσει μέσα του την ευχή. Πιο πολύ σύχναζε στο ναΰδριο της Κυρίας μας Θεοτόκου στις παρυφές της κορυφής, από όπου του συνέβη το μεγάλο γεγονός, και καλλιεργούσε με πολλή ακρίβεια την ευχή.

Την ημέρα της εορτής της θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ανέβηκε στην κορυφή μαζί με τους πατέρες που πήγαν να εορτάσουν. Εκεί συνάντησε τον π. Αρσένιο, τον μετέπειτα αχώριστο σύντροφο και συναγωνιστή του.

Πήγαν μαζί να συμβουλευτούν τον διακριτικό Γέροντα Δανιήλ στα Κατουνάκια, από που και πως να αρχίσουν τον πνευματικό αγώνα τους χωρίς τον κίνδυνο της πλάνης. Ο Γέροντας τους υπέδειξε να μην ξεκινήσουν, αν δεν σφραγίσουν το έργο τους με την ευλογία της υπακοής. «Έχετε Γέροντα; Χωρίς την ευλογία του Γέροντος τίποτε δεν ευδοκιμεί».

Υποτάχθηκαν στον Γέροντα Εφραίμ που είχε την καλύβη του Ευαγγελισμού στα Κατουνάκια. Εκεί ο Γερο-Εφραίμ έκανε μεγαλόσχημο τον Γέροντα Ιωσήφ. Η κουρά του έγινε στο σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου. Έπειτα μαζί με τον Γέροντά τους Εφραίμ έφυγαν για τη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου για περισσότερη ησυχία και άσκηση. Μετά την κοίμηση του Γέροντά τους άρχισαν τους μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Αμέριμνοι κινούνταν από τόπο σε τόπο, ζούσαν με άσκηση στην κορυφή του Άθωνα και στα γύρω χαμηλότερα μέρη. Ο λόγος που δεν έμεναν μόνιμα κάπου, ήταν γιατί ήθελαν να παραμένουν άγνωστοι στους πολλούς. Τον χειμώνα επέστρεφαν στο καλύβι τους και ησύχαζαν εκεί ως το Πάσχα.

Ο Γέροντας Ιωσήφ δεν υποχωρούσε στην αγωνιστικότητα και ιδίως στην προσπάθεια της ευχής. Ήταν αδιάλλακτα αυστηρός στον εαυτό του έχοντας ως βάση τους κανόνες της φιλοπονίας. Νήστευε πολύ και αγρυπνούσε περισσότερο για να δαμάσει το σώμα και να μαράνει τα πάθη. Έτρωγε κάθε μέρα μόνο 75 γρ. παξιμάδι τρεις ώρες πριν τη δύση του ηλίου. Εργόχειρο δεν έκανε, αν και γνώριζε άριστη ξυλογλυπτική.

Με την εφαρμογή του αγωνιστικού προγράμματος άρχισε ο πόλεμος των σαρκικών παθών. Ο Γέροντας τον αντιμετώπιζε με την θερμότητα του ζήλου, με την ορμή της αθλητικής προθέσεως, με την πείρα της θείας αντιλήψεως και με πρακτικές μεθόδους όπως παρατεταμένη αγρυπνία, περισσότερη δίψα, μακρά ορθοστασία και με ξυλοδαρμό. Όταν στον πόλεμο αυτόν συστελλόταν η Χάρις πολύ βοηθούσε η ανθρώπινη παρηγοριά από γνησίους αδελφούς. Αυτό για τον Γέροντα ήταν πολύ δύσκολο, γιατί η αποφυγή των συναναστροφών χάριν της ησυχίας παρεξηγήθηκε από τους πολλούς που τον θεωρούσαν πλανεμένο, αποκρουστικό, τον ειρωνεύονταν, τον χλεύαζαν και τον απέφευγαν. Η μόνη παρηγοριά ήταν ο πνευματικός παπα-Δανιήλ, που έμενε στο κάθισμα του Αγίου Πέτρου.

Στον πνευματικό πόλεμο είχε πολλές αντιλήψεις της Χάριτος και σε όραμά του άκουσε την Παναγία να του λέει ότι πρέπει να έχει την ελπίδα του σ’ Αυτήν. Έλεγε στους υποτακτικούς του ότι το «ας έχει την ελ­πίδα του σε μένα», ήταν από τότε η μόνιμη παρηγοριά του.

Στο καλύβι τους, στον Άγιο Βασίλειο, έκτισαν ένα μικρό εκκλησάκι στο Γενέσιο του Τιμίου Προδρόμου όταν αποφάσισαν να μην περιφέρονται. Εκεί δέχτηκαν για συνοδία τρεις αδελφούς μεταξύ των οποίων και τον π. Αθανάσιο, τον κατά σάρκα αδελφό του. Έγινε γνωστός πλέον ο Γέροντας και πολλοί πατέρες πήγαιναν να τον συμβουλευτούν.

Η μείωση της αμεριμνίας και ησυχίας τον ανάγκασε τον Ιανουάριο του 1938 να μετακομίσει με τον π. Αρσένιο στις απόκρημνες σπηλιές της Μικράς Αγίας Άννας. Σ’ ένα από τα σπήλαια αυτά υπήρχε και εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου. Διαμόρφωσαν εκεί τον χώρο, έκτισαν και μερικά κελλιά και παρέμειναν στο σπήλαιο αυτό έως και το 1947. Στη συνοδία προστέθηκαν νέα μέλη. Ο μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ (Βατοπαιδινός), ο παπα-Χαράλαμπος μετέπειτα ηγούμενος της Μονής Διονυσίου και ο παπα-Εφραίμ ηγούμενος της Μονής Φιλοθέου.

Ούτε η αυστηρότητα του προγράμματος, ούτε οι στερήσεις των απαραίτητων αναγκών, ούτε το απότομο και απαρηγόρητο του τόπου, ούτε οι αναγκαίες αχθοφορίες για την συντήρηση έξι έως επτά ατόμων λύγιζαν την πρόθεση γιατί η θεία Χάρις και το έλεος του Θεού ήταν με τη συνοδία. Όταν όμως τα προβλήματα υγείας έγιναν εμφανέστερα, μια μέρα του Ιουνίου του 1953 λέει ο Γέροντας στον π. Αρσένιο: «Αρσένιε, η παραμονή μας εδώ μου φαίνεται τελείωσε. Τα παιδιά αρρώστησαν. Ποιός θα κοιτάξει τον άλλον; Αυτοί εμάς η εμείς αυτούς;». Αποφάσισε τότε η συνοδία να μετακινηθεί πλησιέστερα προς τη θάλασσα, για λόγους οικονομίας. Ο Γέροντας θυσίασε την προσωπική του ησυχία και γαλήνη για να «οικονομήσει» την αδυναμία των υποτακτικών του. Προτιμήθηκε η Νέα Σκήτη μετά από παρακίνηση του π. Θεοφύλακτου που ήθελε να μείνει με τη συνοδία. Στην αρχή έμειναν οι πατέρες στην καλύβη των Αγίων Αναργύρων. Την προσοχή του Γέροντος τράβηξαν τα εκτός της Σκήτης ερημικά καλύβια, που τότε ήταν ακατοίκητα. Μετά από συνεννόηση με την κυρίαρχη Μονή του Αγίου Παύλου πήρε όλες τις μεμονωμένες καλύβες γύρω από τον πύργο της Σκήτης. Στο κάθε καλύβι έμενε ένας η δύο και μόνο σε ορισμένες ώρες της ημέρας ή στη Λειτουργία μαζεύονταν όλοι μαζί στην καλύβη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.

Η επιμονή του Γέροντος να μην υποχωρεί στις προσωπικές του τυπικές διατάξεις και οι κόποι των μετακινήσεων τον κατέβαλαν τελείως. Δύο σοβαρές ασθένειες, η μία μετά την άλλη, έφεραν το τέλος της επίγειας ζωής του. Οι τελευταίες ημέρες του ήταν πολύ οδυνηρές γιατί η προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια εμπόδιζε την αναπνοή του. Τις τελευταίες σαράντα ημέρες δεν έτρωγε τίποτε· μόνο κοινωνούσε κάθε μέρα.

Κατά την 14η Αυγούστου του 1959 ετοιμαζόταν πολύ και αναλογιζόμενος την επόμενη μέρα, που ήταν η εορτή της Κοιμήσεως, ανυπομονούσε· κάτι περίμενε. Την ημέρα της μνήμης της Κυρίας Θεοτόκου μετέλαβε για τελευταία φορά λέγοντας «εις εφόδιον ζωής αιωνίου». Η Παναγία εκπλήρωσε την υπόσχεσή Της με την τελευταία δωρεά Της, να παραλάβει την ψυχή του την ημέρα της Κοιμήσεώς Της. Αφού έδωσε σε όλους την ευχή του, σήκωσε τα μάτια του ψηλά και έβλεπε επίμονα επί δύο λεπτά περίπου. Κατόπιν γύρισε και γαλήνιος είπε: «Όλα ετελείωσαν, φεύγω, αναχωρώ, ευλογείτε!». Και με τις τελευταίες λέξεις έγειρε το κεφάλι του δεξιά, ανοιγόκλεισε δυό τρεις φορές ήρεμα το στόμα και τα μάτια, και αυτό ήταν. Παρέδωσε την ψυχήν του σε Εκείνον, τον Οποίον πόθησε και υπηρέτησε εκ νεότητος.

Όλη η ζωή του Γέροντος Ιωσήφ θυμίζει τους παλαιούς ασκητές της ερήμου. Ήταν ανδρείος πολεμιστής εναντίον των παθών και βίαζε τον εαυτό του σε αφάνταστο βαθμό. Απέκτησε πολλή καθαρότητα και αγνότητα ψυχής και σώματος και είχε ως παράδειγμα πάντα την Παναγία μας. Πέρασε όλα τα στάδια της πνευματικής ζωής και γνώρισε εμπειρικά όλα τα θεία χαρίσματα αυτών των καταστάσεων. Ήταν έμπειρος, διακριτικός, και απλανής πνευματικός οδηγός της πνευματικής ζωής. Η ζωή του και η διδασκαλία του είναι μια ορθόδοξη εμπειρική θεολογία. Είχε γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα. Σε μία περίοδο που το λεγόμενο «ζηλωτικό» ζήτημα είχε ταράξει όλο το Άγιον Όρος, αυτός είχε λάβει την εκ Θεού πληροφορία ότι «η Εκκλησία βρίσκεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη». Υπολογίζεται ότι από την «ρίζα» του προέρχονται άμεσα η έμμεσα περισσότεροι από 1.000 μοναχοί και μοναχές.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

11 ΣΧΟΛΙΑ

    • Οι εκκλησιες εχουν αδειασει απο την αδιαφορια ,την τεμπελια και την βαρεμαρα των νεοχριστιανων.Ολα τα αλλα ειναι δικαιολογιες για να περνα η ωρα.Και πολυ αδειες δεν τις βλεπω οποτε πηγαινω.Οποτε αστοχο το σχολιο

    • Οι εκκλησιες εχουν αδειασει απο την αδιαφορια ,την τεμπελια και την βαρεμαρα των νεοχριστιανων.Ολα τα αλλα ειναι δικαιολογιες για να περνα η ωρα.Και πολυ αδειες δεν τις βλεπω οποτε πηγαινω.Οποτε αστοχο το σχολιο.Οσον αφορα τους προημιτελικους,πετυχημενο το αστειο.Προφανως η απαντηση ειναι οσο βρισκονταν εν ζωη.Και το βεβαιο ειναι οτι ,εμεις ολοι, ειμαστε πολυ λιγοι για να μετεχουμε σε τετοιες αποφασεις.Μαλλον ουτε στο μικρο τους δαχτυλακι δεν φτανουμε.Οποτε ας εχουμε την ευλογια αυτων και ολων των προηγουμενων και τιποτε αλλο

  1. «ΖΕΙ ΚΥΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ»! ΕΩΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ΘΑ ΟΙΚΟΝΟΜΕΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ ΘΕΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΔΕΙΞΕΙ ΑΠΛΩΝ ΤΑΠΕΙΝΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΑΓΙΑΖΟΥΝ ΜΕ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΗ ΒΙΟΤΗ ΤΟΥΣ ΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΗΝ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ ΤΗΝ ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ ΤΗΝ ΥΠΑΚΟΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΛΙΚΗ ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΠΤΩΚΥΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΚΡΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΡΑΜΑΤΑ-ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟΝ ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΟ ΤΟΥ ΟΧΙ ΩΣ ΕΙΚΟΝΑ ΘΕΟΥ ΑΛΛΑ ΩΣ ΕΧΘΡΟ ΤΟΥ!

  2. Όσοι γνωρίζουν περί τα πνευματικά ξέρουν σε τι μεγάλα ύψη έφτασαν ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής και ο παπά Εφραίμ. Να έχουμε την ευχούλα τους.

  3. Αν έχουν πονηρούς κ κακούς λογισμούς ,αν βάζουν στην σκέψη τους μόνο το κακό ,αν είναι τα μάτια της ψυχής τους τυφλά ,αν δεν έχουν επικοινωνία με τον Θεό ,ώστε να μπορούν να διακρίνουν την αγιότητα ενός αγίου ,τότε καλά κάνουν κ δεν πάνε εκκλησία ,θα ήταν καθαρή υποκρισία.Ο θεός θέλει ανθρώπους με καθαρό πνεύμα,σαν την καθαρή ψυχή των μικρών παιδιών, η αμφισβήτηση κ η απιστία διώχνει μακριά τον άνθρωπο κ από την εκκλησία κ από τον Θεό.

  4. Η ζωή του ανθρώπου, παιδί μου, είναι θλίψη, διότι είναι στην εξορία. Μή ζητείς τελεία ανάπαυση. Ο Χριστός μας σήκωσε το Σταυρό, και μείς θα σηκώσουμε. Όλες τις θλίψεις, εάν τις απομένουμε, βρίσκομε Χάρη παρά Κυρίου. Γι’ αυτό μας αφήνει ο Κύριος να πειραζόμαστε, για να δοκιμάζει το ζήλο και την αγάπη, που έχουμε προς αυτόν. Γι’ αυτό χρειάζεται υπομονή. Χωρίς υπομονή δεν γίνεται ο άνθρωπος πρακτικός, δεν μαθαίνει τα πνευματικά, δεν φθάνει σε μέτρα Αρετής και τελειώσεως.

    Ταπείνωσις εἷναι νά σφάλλῃ ὁ ἄλλος καί, πρίν προλάβῃ αὐτός νά ζητήσῃ συγχώρησιν, νά τοῦ βάνωμεν ἡμεῖς μετάνοιαν, λέγοντες:
    Συγχώρησον, ἀδελφέ, εὐλόγησον! Μή σοῦ φαίνεται πολύ καί δύσκολον αὐτό. Εἷναι ἕνα οὐδέν ἐμπρός εἰς ἐκεῖνο ὅπου ἔκαμε πρός ἡμᾶς ὁ Δεσπότης Χριστός. Ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων ἔσκυψε καί ἔβαλε μετάνοιαν ἀπό τοῦ ουρανοῦ εἰς τήν γῆν· Θεός πρός ανθρώπους! Καί σύ κάμεις τόν κόσμον ἄνω κάτω διά νά μήν εἰπῆς ἕνα «εὐλόγησον»! Ποῦ λοιπόν ἡ ταπείνωσις;

  5. Άγιοι τού Θεού πρεσβεύε τε υπέρ υμών τον αμαρτωλό ν.
    Μέγα το όνομα της Αγίας τριάδας,Υπέρ Αγία Θεοτόκε σκεπε ημάς.

Γράψτε απάντηση στο Ανώνυμος Ακύρωση απάντησης