Οι παρουσιάσεις της Μαίρης Φάκκου και του Μιχάλη Σοφού για τον τόμο της Ιεράς Μητροπόλεως

0
671

 

Μαίρη Φάκκου:

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΟΜΟΥ: «ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΩΟΥ ΚΑΙ ΝΙΣΥΡΟΥ. ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΝ»

Κως 28/12/2016

Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, τοπικές αρχές, κυρίες και κύριοι

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια άνθηση σε συγγραφικές πρωτοβουλίες που σχετίζονται με την τοπική μας ιστορία και όπως είναι φυσικό, προκαλούν το ανάλογο έντονο ενδιαφέρον. Γιατί όπως κάθε γωνιά της Ελλάδας έχει την ιστορία της, μικρή ή μεγάλη, έτσι και ο τόπος μας διαθέτει μια ιστορία, ένα παρελθόν που έχει αφήσει τα ίχνη του στα αρχεία ,στο χώρο, στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων.

Η αναγκαιότητα της γνώσης της τοπικής ιστορίας στη μακρά διάρκειά της και της διαφύλαξης της μνήμης προβάλλεται επιτακτικά στην εποχή μας, επειδή λόγοι κοινωνικής, τοπικής και ευρύτερα εθνικής αυτογνωσίας την επιβάλλουν.

Το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα – καρπός μιας συλλογικής δουλειάς, γιατί εκτός από τον βασικό συγγραφέα, πολύτιμη είναι και η συνεισφορά άξιων συνεργατών – έρχεται να συμπληρώσει την τοπική ιστοριογραφία σχετικά με το ιστορικό, το εκκλησιαστικό πρόσωπο του νησιού, μετά το γνωστό συγγραφικό έργο του Μητροπολίτη Εμμανουήλ και κάποιες σποραδικές πρωτοβουλίες.

Αναμφισβήτητα, ιδιαίτερης σημασίας και βαρύτητας, καθώς εξετάζει την εκκλησιαστική και πνευματική παρουσία και πορεία της Ιεράς Μητρόπολης Κω από της ιδρύσεώς της μέχρι σήμερα, μια παρουσία ενδιαφέρουσα και ανεκτίμητη.

Επιχειρώντας να συστήσουμε το πολυσέλιδο βιβλίο, θα περιορισθούμε σε ορισμένες γενικές επισημάνσεις του περιεχομένου του:

Στα προλογικά περιλαμβάνονται: μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη, ο οποίος ευλογεί «τη φιλογενή και φιλίστορα πρωτοβουλία», χαιρετισμός του Μητροπολίτη στον οποίο ανήκει η ιδέα της καταγραφής, στο ευρύτερο πλαίσιο της μέριμνας για τη διάσωση «των πολυάριθμων μνημείων ευσεβείας των προγόνων μας», χαιρετισμός του Δημάρχου, ως εκπροσώπου του φορέα χρηματοδότησης της έκδοσης και το περιεκτικό εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα, που προϊδεάζει τους αναγνώστες για το περιεχόμενό του και το σκοπό του.

Το κύριο μέρος δομείται σε θεματικές ενότητες και επί μέρους κεφάλαια.

Μετά τη σύντομη ιστορική παρουσίαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου «του κορυφαίου πνευματικού και διοικητικού θεσμού της Εκκλησίας» στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκει και η Μητρόπολις Κώου και Νισύρου, μαζί με τις άλλες Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, αναφορά λεπτομερής γίνεται και στις επίσημες επισκέψεις των Πατριαρχών Αθηναγόρα (1963) και Βαρθολομαίου (1994), που αποτέλεσαν γεγονότα μεγάλης εκκλησιαστικής και πνευματικής σημασίας και προβολής.

Το απαραίτητο ιστορικό πλαίσιο ανέλαβε ο Αλέκος Μαρκόγλου, με βαθύτητα γνώσης της ιστορίας της Κω, ο οποίος παρουσιάζει την τοπική εκκλησιαστική ιστορία σε μια εμπεριστατωμένη και κατανοητή ανασκόπηση στον χώρο και στο χρόνο. Η εκκλησία της Κω έχει τις ρίζες της βαθιές και η απαρχή της ανάγεται κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, καθώς η ίδρυσή της αποδίδεται στον Απόστολο Παύλο κατά την επίσκεψή του το 58μ.Χ. Μέσα στους χριστιανικούς αιώνες στην ιστορική της εξέλιξη, αρχικά ως Επισκοπή υπαγόμενη στη Μητρόπολη Ρόδου μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα, προαγόμενη σε Αρχιεπισκοπή μέχρι το 1838, οπότε γίνεται Μητρόπολη Κω, με την ενδιάμεση επιστασία της Καλύμνου και το 2004 ως Μητρόπολη Κώου και Νισύρου πλέον, η εκκλησία μας παρουσιάζει αντοχή μέσα στο χρόνο γράφοντας λαμπρή εκκλησιαστική και εθνική ιστορία. Ιδιαίτερα στα δύσκολα χρόνια, στις περιόδους ξενοκρατίας,(ιπποτοκρατία – τουρκοκρατία- ιταλοκρατία), αντιστάθηκε σε κάθε σχέδιο αλλοίωσης, διατήρησε ανόθευτη την Ορθόδοξη πίστη, την ελληνοχριστιανική παράδοση και το πατριωτικό φρόνημα του λαού και γενικά ο ρόλος της στάθηκε εξαιρετικά σημαντικός και σε τομείς όπως η παιδεία, η απονομή της δικαιοσύνης, η διατήρηση της γλώσσας.

Ενδεικτικά, αξίζει να σημειωθεί ότι ως άλλος Κοσμάς Αιτωλός, ο Μητροπολίτης Καλλίνικος Α΄ το 1773 κινητοποιώντας τους Κώους ( άρχοντες- κληρικούς- και λαό) να ιδρύσουν το πρώτο σχολείο στη πόλη έλεγε: « Δράξασθε παιδείας, ίνα μη οργισθή Κύριος». Δάσκαλος του πρώτου αλληλοδιδακτικού Σχολείου ορίστηκε ο μοναχός Δανιήλ από το άγιο Όρος.

Η πλουσιότατη πορεία της Μητροπόλεως πραγματώθηκε χάρη στο έμψυχο, το ανθρώπινο δυναμικό της. Κατά χρονολογική σειρά αναγράφονται όσοι Επίσκοποι υπηρέτησαν στην τοπική Εκκλησία καλύπτοντας έναν εκτεταμένο χρονικό ορίζοντα, από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους έως το 2009 οπότε έχουμε και την τελευταία εκλογή Μητροπολίτη, του κ. Ναθαναήλ.

Μητροπολίτες, οι οποίοι υπήρξαν εξέχουσες εκκλησιαστικές και εθνικές φυσιογνωμίες. Ηρωικές μορφές που δεν δίστασαν να επιδείξουν αυτοθυσία για τη διάσωση του ποιμνίου τους όπως μαρτυρεί και το μνημείο στον περίβολο χώρο. Εκκλησιαστικοί ηγέτες εγνωσμένων ικανοτήτων που έφθασαν μέχρι τον οικουμενικό θρόνο, όπως ο Γερμανός Καβακόπουλος (1913). Με τη ζωή και τις δράσεις τους διαμόρφωσαν την πορεία της εκκλησίας και προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στους Έλληνες Χριστιανούς της περιοχής υπό αντίξοες κυρίως περιστάσεις, με τελευταίο τον Αρχιμανδρίτη Φιλήμονα ( ο οποίος ως Πρόεδρος της ελληνορθόδοξης Κοινότητας Κω με άλλους πολίτες επισκέφθηκε το Στρατιωτικό Διοικητή Ηainemeier και ζήτησε τη σωτηρία των συλληφθέντων ανδρών και γυναικών.)

Αναφορά τιμής γίνεται και σε άλλους Κώους κληρικούς, διακεκριμένους ιεράρχες, τον σεμνό ηγούμενο Ναθαναήλ, μοναχούς, άνδρες και γυναίκες που υπηρέτησαν και υπηρετούν εκτός Κω το λόγο του Θεού και περιποιούν τιμή στην πατρίδα τους.

Ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης πατέρας Χρυσόστομος , επίσης συνεργάτης επί ειδικών θεμάτων μάς γνωρίζει την τοπική Αγιολογία με μια εκτενή αναφορά στον Όσιο Χριστόδουλο και στους τοπικούς μας Αγίους νεομάρτυρες Χρήστο εκ Πρεβέζης και Ιωάννη το Ναύκληρο και τις οσίες Ξένη και Μελώ. Και επικεντρώνεται στη διοικητική δομή και στο σημερινό ποιμαντικό έργο της ιεράς Μητροπόλεως. Μια αποστολή θρησκευτική, πνευματική, κοινωνική, πολιτιστική και εθνική, που περιλαμβάνει εκτός των άλλων, μέριμνα και φροντίδα για τη λειτουργία των κατηχητικών Σχολείων, του γηροκομείου, την οργάνωση γευμάτων αγάπης, το φιλανθρωπικό έργο μέσω της Αγαθοεργού Αδελφότητας, τη λειτουργία εργαστηρίου βυζαντινής Αγιογραφίας , την ίδρυση και λειτουργία εκκλησιαστικού Μουσείου, εκδόσεις κλπ. Σε μία εποχή γεμάτη αναταράξεις, Μητροπολίτης , κληρικοί, συνεργάτες και εθελοντές  υλοποιούν ένα εξαιρετικά πλούσιο έργο όχι μόνο πνευματικό αλλά και έντονα κοινωνικό, αφού η εκκλησία οφείλει και έχει τη δυνατότητα να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή πάντα δίπλα στον άνθρωπο, σε μια παραγωγική σχέση με την κοινωνία για την αντιμετώπιση των οξύτατων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων.

Έτσι μια από τις μικρές μητροπόλεις αναδεικνύεται από τις πρώτες σε δραστηριότητα και οργάνωση.

Συνεχίζοντας με τις συνεργασίες επί ειδικών θεμάτων:

Η Μαρία Πανάγου, εκλεκτή Φιλόλογος, αποκτώντας πλέον ειδίκευση στη βυζαντινή περίοδο, μετά τη συγγραφή του εγχειριδίου της Τοπικής Ιστορίας, παρουσιάζει τις Βασιλικές εντοπισμένες και ανεσκαμμένες, τα βαπτιστήρια και άλλα μνημεία σε παλαιοχριστιανικούς οικισμούς. Εκκλησίες παλαιές, που στέκονται ακόμη ευπρεπείς και συντελούν ώστε « η καρδία να αισθάνεται θάλπος και γλυκύτητα άφατον» κατά τον Παπαδιαμάντη.

Δείγματα υψηλής καλλιτεχνικής δημιουργίας, που πιστοποιούν την ακμή της χριστιανικής κοινότητας των χρόνων εκείνων και που προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων και άλλων μελετητών.

Τα τοπικά θρησκευτικά έθιμα στον κύκλο του χρόνου, ανά μήνα αρχής γενομένης από την 1η Σεπτεμβρίου, αρχή της ινδίκτου, που επιμελήθηκε η εκπαιδευτικός Τέτη Φάκκου εκ μέρους του Λυκείου Ελληνίδων, παρεμβάλλονται επιγραμματικά, τονίζοντας τον άρρηκτο δεσμό της θρησκευτικότητας με τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό και την πολιτισμική παράδοση.

Κατά τον καθηγητή Λαογραφίας, Δημήτριο Λουκάτο :«Γιορτές, τελετές καί σύμβολα στήν ὀρθόδοξη ἑλληνική λατρεία εἶναι ἕνα ἐξαίρετο σύνολο ζωντανῶν ἐκδηλώσεων, πού γίνονται ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία γιά τό λαό, ἤ ἀπό τόν λαό γιά τήν Ἐκκλησία και γεμίζουν τή ζωή τοῦ ἔθνους»

Διακρίνουμε επομένως μια διεπιστημονική προσέγγιση με συνδυασμό αναφορών ιστορίας-λαογραφίας- αρχαιολογίας- αρχιτεκτονικής- και από άλλους συντελεστές, πέραν του βασικού συγγραφέα, που προσφέρει σε όλους εμάς ένα πλούσιο υλικό και πολύτιμες πληροφορίες .

Στην τελευταία ενότητα, που καλύπτει 200 σελίδες, ο συγγραφέας και επιμελητής της έκδοσης, στηριγμένος στη μελέτη του αρχείου της ιεράς Μητροπόλεως και εκκλησιαστικών εγγράφων, στην έρευνα του τοπικού Τύπου και της τοπικής βιβλιογραφίας , στις μαρτυρίες, στις προσωπικές επιτόπιες επισκέψεις , στο ίδιο το υλικό περιβάλλον, αξιοποιεί και συνθέτει όλες τις πληροφορίες . Καταγράφει και κατατάσσει ανά ενορία στην πόλη και στα 5 χωριά αναλυτικά τους ναούς και τα παρεκκλήσια του νησιού με τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά και δομικά χαρακτηριστικά που διαθέτουν, συνοδευόμενα από χάρτες και φωτογραφικά τεκμήρια για πληρέστερη επεξήγηση και πιστοποίηση των κειμένων. Η τεκμηρίωση με φωτογραφίες είναι πολύ σημαντικός τρόπος ενδυνάμωσης του περιεχομένου και στο βιβλίο έχει συμπεριληφθεί ένα πλούσιο υλικό, 1300 φωτογραφίες.

Οι αναγνώστες έχουν μ’ αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα να γνωρίσουν συνολικά στο νησί επιβλητικούς ναούς, εκκλησίες ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής και ιστορικής αξίας, εκκλησάκια σκαρφαλωμένα στα βουνά ή στον κάμπο, μοναστήρια . Όλοι τόποι ευλάβειας, παρηγοριάς, προσμονής, προσδοκίας και ελπίδας , μια γέφυρα των ανθρώπων με το Θεό, τους Αγίους .

Και από δίπλα, τα λιτά εκκλησάκια, τάματα ατομικά ή οικογενειακά, και τα λευκά ξωκλήσια διάσπαρτα σε διάφορες τοποθεσίες, άλλα ζωντανά κι άλλα ξεχασμένα, που κουβαλούν ιστορίες, παραδόσεις και έθιμα, τονίζουν τη γραφικότητα του ελληνικού τοπίου.

Την εικόνα συμπληρώνουν, ιερά προσκυνήματα, ιδρυματικοί ναοί, μονές και ιστορικοί τόποι, θρησκευτικά μνημεία που δεν είχαν την τύχη να επιζήσουν από τη φθορά του χρόνου , αφήνοντας λίγα ίχνη στην ιστορική μνήμη του νησιού ή μόνο σε αρχειακές πηγές, αλλά και ιεροί χώροι άλλων θρησκευμάτων.

Οι ναοί και τα εκκλησάκια ως μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς, αντιπροσωπεύουν  τον υλικό και πνευματικό πλούτο της Ορθοδοξίας. Παράλληλα όμως ο συγγραφέας θεωρεί το ίδιο ιστορικά αναγκαία την αναφορά του στους Ιερείς, λόγιους και απλοικούς, που με ταπεινότητα και αγάπη υπηρέτησαν και υπηρετούν την ενορία τους . Ιεροψάλτες, ιεροκήρυκες, κτήτορες, δωρητές, πρωτοστάτες στην ανοικοδόμηση εκκλησιών, αγιογράφους, επιτρόπους, νεωκόρους και τα λοιπά πρόσωπα, άνδρες και γυναίκες, που διακόνησαν στο μέτρο των δυνατοτήτων τους την κάθε Ενορία. Μέσα απ΄αυτήν την αναφορά καταγράφεται η ιστορική πορεία της κάθε εκκλησίας και αποκρυπτογραφείται η ευσέβεια τόσο των κληρικών, όσο και των λαϊκών .

Ολοκληρώνοντας την απλή προσέγγιση μιας δημιουργικής προσπάθειας, να τονίσουμε ότι κάθε βιβλίο προσθέτει στον πολιτισμό μας, ιδιαίτερα όταν αποκαλύπτει πτυχές του τόπου και της ζωής του.

Οφείλουμε να εξάρουμε την αξία και την πολλαπλή χρησιμότητα του παρόντος τόμου.Με το πολύτιμο ιστορικό και εκκλησιαστικό υλικό, είναι προσιτό σε κάθε ερευνητή και ενδιαφερόμενο αναγνώστη, αποτελεί πηγή αναφοράς και είναι ένας αξιόπιστος οδηγός για τους επισκέπτες στα σημαντικότερα στοιχεία της εκκλησιαστικής εικόνας του τόπου . Ξυπνά μνήμες στους παλαιότερους και ταυτόχρονα, αποτελεί σημαντική προσφορά στη νέα γενιά που οφείλει σε μια εποχή ρευστότητας να γνωρίζει τις ιστορικές της αναφορές για να προσδιορίσει την πορεία του μέλλοντος της έχοντας ως «Σηματωρό και κήρυκα» τις αξιακές καταβολές της.

Για τους εκπαιδευτικούς προσφέρεται ως εκπαιδευτικό υλικό για θέματα τοπικής ιστορίας , θρησκευτικής αγωγής, για τη διοργάνωση επισκέψεων . Άλλωστε, ένας από τους στόχους της μελέτης της τοπικής ιστορίας είναι μέσα από την επαφή με τεκμήρια της ιστορίας του τόπου, να επιτευχθεί η ευαισθητοποίηση, η σφυρηλάτηση των δεσμών των μαθητών με τον τόπο στον οποίο ζουν και η ανάπτυξη ιστορικής συνείδησης μέσα στη σημερινή πολυπολιτισμικότητα.

Μαζί με τις ευχαριστίες μας για την προσφορά σας στην τοπική κοινωνία εκφράζουμε και τα συγχαρητήριά μας.

Συγχαρητήρια στον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη στον οποίο ανήκει η πρωτοβουλία αυτής της έκδοσης καθώς και σ’ όλους τους συνεργάτες του. Συγχαρητήρια σε όλους και όλες που συνέβαλαν στην ολοκλήρωση της αξιόλογης προσπάθειας, στην εκτύπωση και στην χρηματοδότηση. Και κυρίως στον Ανδρέα Χατζημιχαήλ που είχε τον βασικό ρόλο της συγγραφής και επιμέλειας με την αρωγή του Θανάση Μουστάκη… Η συγγραφή τοπικής ιστορίας ως εγχείρημα συνιστά τόλμημα. Κι εσείς τολμήσατε και τα καταφέρατε.

Πιστεύω επίσης ότι για τον Ανδρέα, άνθρωπο του παρόντος με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα γεγονότα του παρελθόντος, αυτό το ζωντάνεμα της μνήμης μέσα από τα στοιχεία που παραθέτει, αποτελεί σίγουρα υποχρέωση και απόδοση τιμής σ’ όλους όσους και όσες διαδραμάτισαν το δικό τους ρόλο στην εκκλησία στην πορεία του χρόνου . Του ευχόμαστε, σας ευχόμαστε να συνεχίσετε την ερευνητική προσπάθεια.

Κυρίες και κύριοι

Παρουσιάζουμε σήμερα το παρελθόν και το παρόν της Μητρόπολης της Κω. Ευχόμαστε ολόψυχα και το μέλλον να είναι το ίδιο λαμπρό.

Ευχαριστώ.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΟΦΟΣ: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Ι. Μ. ΚΩΟΥ ΚΑΙ ΝΙΣΥΡΟΥ

Σεβασμιώτατε,

Κύριε Δήμαρχε,

Κύριε Έπαρχε,

Κύριε Ταξίαρχε,

Λοιπές Αρχές

Κυρίες και κύριοι

Με το πέρασμα των αιώνων η σημασία των μνημείων για το ανθρώπινο γένος γίνεται συνεχώς μεγαλύτερη. Και αυτό συμβαίνει γιατί τα μνημεία καθρεφτίζουν την ιστορική και πολιτισμική ταυτότητα κάθε τόπου και αποτελούν τον ισχυρό σύνδεσμο μεταξύ των γενεών.

Ο ρόλος αυτός των μνημείων έχει στρέψει την προσοχή πολλών επιστημόνων προς αυτά, για την μελέτη και καταγραφή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, αλλά και για την ερμηνεία της συνολικής υπόστασής τους σε σχέση με τον άνθρωπο και τον τόπο που αυτά βρίσκονται.

Μια τέτοια προσπάθεια καταγραφής αποτελεί και η παρούσα έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Κώου και Νισύρου, ένα κεφάλαιο της οποίας, αυτό των παλαιοχριστιανικών βασιλικών της Κω, έχω την τιμή να παρουσιάσω σήμερα.

Πώς δημιουργήθηκαν λοιπόν οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές;

Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια οι πιστοί συγκεντρώνονταν για κοινή προσευχή σε μεγάλους χώρους κατοικιών που συνήθως παραχωρούσαν οι εύποροι πιστοί στα σπίτια τους ή γύρω από τους τάφους μαρτύρων τα γνωστά σε εμάς “μαρτύρια”. Κατά το τέλος του 2ου αιώνα, όταν διαδόθηκε ευρύτερα ο χριστιανισμός, καθιερώθηκαν οι πρώτοι μόνιμοι χώροι λατρείας, οι οποίοι ονομάζονται «ναοί». Το 313 μ.Χ. καθιερώθηκε με το διάταγμα των Μεδιολάνων η ανεξιθρησκία και οι ναοί προσέλαβαν πλέον έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, ο οποίος οδήγησε στην υιθέτηση μιας επιβλητικής μνημειακής αρχιτεκτονικής. Έτσι γεννήθηκε ο ρυθμός της βασιλικής, ως ένα νέο αρχιτεκτονικό δημιούργημα, το οποίο προέκυψε από την συνένωση διάφορων αρχιτεκτονικών στοιχείων που υπήρχαν στα ρωμαϊκά κτίρια. Η βασιλική, ήταν ένα δημόσιο κτίριο, το οποίο χρησιμοποιούσαν στη Ρώμη ως χώρο δημοσίων συνεδριάσεων, εμπορικών συναλλαγών αλλά και ως δικαστήριο. Να σημειώσουμε εδώ ότι οι Ρωμαίοι παρέλαβαν αυτό τον κτιριακό τύπο από τους Έλληνες οι οποίοι το είχαν ονομάσει “βασιλική” προς τιμή του άρχοντος βασιλέως, όπως η γνωστή “Βασίλειος Στοά των Αθηνών”. Οι χριστιανοί λοιπόν ονόμασαν τους ναούς τους βασιλικές προς τιμήν του Βασιλέως Χριστού που λατρευόταν σε αυτές.

Μετά το τέλος των διωγμών, τον 4° / 5° μ.Χ. αιώνα, άρχισαν να χτίζονται μεγάλα επιμήκη οικοδομήματα, τα οποία εσωτερικά διαιρούνται με κιονοστοιχίες σε κλίτη, από τρία έως εννέα, καταλήγοντας στην ανατολική πλευρά τους σε αψίδα, την κόγχη με φαρδύτερο και υψηλότερο το μεσαίο κλίτος.

Βασικοί τύποι της παλαιοχριστιανικής βασιλικής στο Ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν η ανατολικού τύπου βασιλική και η ελληνιστικού τύπου βασιλική.

Η ανατολικού τύπου βασιλική επικράτησε στις ανατολικές επαρχίες και είχε συνήθως τρία κλίτη.

Η ελληνιστικού τύπου βασιλική επικράτησε στις ελληνορωμαϊκές περιοχές και ειδικότερα στα παράλια της Μεσογείου και είχε διάφορες παραλλαγές. Την μονόχωρη ή μονόκλιτη βασιλική, η οποία κυρίως χρησιμοποιήθηκε ως “μαρτύριο”. Τις τρίκλιτες ή πεντάκλιτες με το μεσαίο κλίτος πλατύτερο και υψηλότερο. Άλλος τύπος ηταν οι βασιλικές με εγκάρσιο κλίτος. Τέλος έχουμε τις σταυρόσχημες βασιλικές, οι οποίες θεωρούνται εξέλιξη των “μαρτυρίων” και χτίζονταν πάνω στον τάφο ενός μάρτυρα ή σε κάποιο ιερό χώρο. Στην εποχή του Ιουστινιανού άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτοι τρούλοι.

Τα μέρη τώρα που αποτελούσαν την βασιλική ήταν τα εξής:

Ο περίβολος, η αυλή δηλαδή που περιέκλειε το συγκρότημα.

Το αίθριο, μια ευρύχωρη αυλή στη δυτική πλευρά της βασιλικής που χρησίμευε για την προετοιμασία των πιστών πριν την είσοδο τους στον ναό. Εκεί παρέμεναν οι κατηχούμενοι και όσοι δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στον κυρίως ναό.

Ο νάρθηκας, μεταξύ του κυρίως ναού και του αίθριου, ο οποίος ήταν ο χώρος παραμονής των κατηχουμένων, των μετανοούντων και όσων δεν επιτρεπόταν να παρακολουθήσουν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Βόρεια του νάρθηκα υπήρχε το βαπτιστήριο όπου υπήρχε σταυρωτή δεξαμενή για το βάπτισμα και νότια υπήρχε το διακονικό, που ήταν ο χώρος φύλαξης των σκευών της Εκκλησίας και των προσφορών των πιστών.

Άλλο τμήμα ήταν ο κυρίως ναός, με τρία έως εννέα κλίτη, όπου ήταν ο χώρος των πιστών και στο μέσον του βρισκόταν ο άμβωνας. Το μεσαίο κλίτος του ήταν φαρδύτερο και υψηλότερο ενώ πάνω από τα πλαϊνά κλίτη σχηματίζονταν υπερώα τα οποία χρησιμοποιούνταν ως γυναικωνίτες.

Τέλος, στο ανατολικό τμήμα του μεσαίου κλίτους, υπήρχε το Ιερό Βήμα, το οποίο κατελάμβανε το ένα τρίτο του κυρίως ναού, από τον οποίο χωριζόταν με ένα χαμηλό χώρισμα. Στο μέσον του Ιερού Βήματος βρισκόταν η Αγία Τράπεζα η οποία στεγαζόταν από το κιβώριο, ένα θολωτό σκέπασμα που στηριζόταν σε τέσσερις κίονες. Πίσω από την Αγία Τράπεζα βρισκόταν ο θρόνος του Επισκόπου και εκατέρωθεν του οι έδρες των πρεσβυτερίων.

Εντυπωσιακή είναι η πληθώρα των καταγεγραμμένων στον τόμο βασιλικών, όπως επίσης και το μέγεθος τους, στοιχεία που, μαζί με το γεγονός ότι δυσανάλογα μεγάλο –σε σχέση με την έκταση της Κω- ποσοστό από τις σωζόμενες παλαιοχριστιανικές βασιλικές και τα βαπτιστήρια του αρχαίου κόσμου βρίσκονται στο νησί μας, επιβεβαιώνουν την πεποίθηση μας ότι το νησί της Κω υπήρξε σταυροδρόμι πολιτισμών και πολύ σημαντικό εμπορικό κέντρο του Ρωμαϊκού και του πρώιμου χριστιανικού κόσμου, αλλά και το ότι στην Κω διαδόθηκε πολύ νωρίς ο χριστιανισμός από τον απόστολο Παύλο, περίπου το 57 μ.Χ.

Υπέροχα περιγράφεται στο βιβλίο η βασιλική του Αγ. Γαβριήλ, στην περιοχή Ψαλίδι, με τις καταπληκτικές τρισδιάστατες απεικονίσεις της ομάδας της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου της Μπολόνια κ. Isabella Baldini.

Ενδεικτικό του μεγέθους των βασιλικών της Κω είναι το συγκρότημα της βασιλικής του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου, στο παλαιό κοιμητήριο της πόλης, από το οποίο σώζεται μόνο το βαπτιστήριο, γνωστό ως Επτά Βήματα. Όπως αναφέρεται στον τόμο είναι το μοναδικό το οποίο σώζεται σε τόσο καλή κατάσταση στον ελλαδικό χώρο.

Μνημείο μεγάλης αρχαιολογικής, αλλά και πνευματικής αξίας, το οποίο πρέπει να σημειώσουμε ότι διδάσκεται στους φοιτητές της χριστιανικής αρχαιολογίας, είναι η βασιλική του Μαστιχαρίου, την οποία ανάσκαψε ο Καθηγητής και Ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος και για την οποία έχει γράψει σημαντικότατη μελέτη.

Επίσης σημαντική, μεγαλοπρεπέστατη και πιο άρτια διατηρημένη είναι η βασιλική του Αγίου Στεφάνου στην Κέφαλο η οποία στην πραγματικότητα είναι ένα σύμπλεγμα δυο βασιλικών και ενός βαπτιστηρίου.

Παράλληλα με τις βασιλικές πρέπει να τονίσουμε ότι σημαντική άνθιση γνώρισε και η μαρμαρογλυπτική, όπως και η τέχνη του ψηφιδωτού, καθώς η πίστη και η ευσέβεια των κατοίκων της Κω εκφραζόταν αφιερώνοντας έργα υψηλής ποιότητας και αισθητικής αξίας στον Θεό.

Κλείνοντας θα θέλαμε να τονίσουμε ότι τόσο η κ. Μαρία Πανάγου όσο και ο κ. Ανδρέας Χατζημιχαήλ κατάφεραν μέσα στις σελίδες που αναφέρονται στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές να μας περιγράψουν και να παρουσιάσουν όλον αυτόν τον ανεκτίμητο πλούτο που καθημερινά βλέπουμε γύρω μας άλλα, ίσως, δεν έχουμε εκτιμήσει όσο πρέπει.

Εύχομαι η έκδοση αυτή να αποτελέσει αφορμή για μια ακόμη πιο λεπτομερή καταγραφή των ανεκτίμητων μνημείων του νησιού μας και να αποτελέσει οδηγό για τους μελλοντικούς μελετητές.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Κως Νοέμβριος 2016

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ